- ἀλίβας
- ἀ-λίβας, ohne Lebenssaft, der Tote; entweder toter Wein, der kein Wein ist, oder der sich nicht zu Spenden eignet, Essig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… … Dictionary of Greek
ἀλίβας — ἀ̱λίβᾱς , ἀλίβας dead body masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Leib, der — Der Leib, des es, plur. die er, Diminut. das Leibchen, Oberd. Leiblein. 1 * Eigentlich, eine zusammen hangende, den innern Theilen nach mit einander verbundene Masse von unbestimmter Größe und Gestalt; in welcher ersten, im Hochdeutschen aber… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
λυκάβας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Κενταύρους. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι όταν ο Πείριθος παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια, οι Κένταυροι προσπάθησαν να απαγάγουν αυτή και άλλες γυναίκες. Ο Λ. πρόλαβε και έφυγε από τη διαμάχη που… … Dictionary of Greek
ἀλιβάντεσιν — ἀ̱λιβάντεσιν , ἀλίβας dead body masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίβαντα — ἀ̱λίβαντα , ἀλίβας dead body masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίβαντας — ἀ̱λίβαντας , ἀλίβας dead body masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίβαντες — ἀ̱λίβαντες , ἀλίβας dead body masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίβαντος — ἀ̱λίβαντος , ἀλίβας dead body masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)